- αναμορφωτήριος
- -ια, -ιο1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριοίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ. Μαυρογένη).
Dictionary of Greek. 2013.