αναμορφωτήριος

αναμορφωτήριος
-ια, -ιο
1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριο
ίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ. Μαυρογένη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”